Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Θα ήταν πρωί του Αυγούστου, ίσως κοντά στη ροδαυγή, δε θυμάμαι γιατί από βραδύς είχα πιει και κάτι ουίσκια και ήμουν ψιλοκομμάτιας, όταν εμφανίστηκε ο άγνωστος άντρας.
«Συμμορφώσου απίστευτε», μου είπε «και να είσαι φρόνιμος».
Δεν κατάλαβα απάντησα εμφανώς επηρεασμένος από τα ουίσκια.
«Έμαθα πως είσαι άτακτος και πως δεν ακούς τις εντολές του αφεντικού σου», είπε.
«Και εσύ που το έμαθες», προσπαθώντας να εκμαιεύσω τις πληροφορίες του.
«Άκουσα το αφεντικό σου, το δύστυχο, που κάθε βράδυ παρακαλάει. Λέει ότι τα χρήματα που σου δίνει δηλαδή τα 900 € δεν τα τιμάς. Πως αντί να δουλεύεις σα σκυλί και να του φιλάς τα πόδια, εσύ αυθαδιάζεις. Λες ότι οι δέκα και δώδεκα ώρες που εργάζεσαι είναι πολλές. Πως αντιδράς όταν σου λέει ότι πρέπει να δουλεύεις και Σάββατα και Κυριακές. Πως θέλεις να συνδικαλίζεσαι. Πως απαιτείς».
Ποιος είσαι προσπάθησα έντρομος και λουσμένος στον ιδρώτα, που αυτός σίγουρα προερχόταν από τα ουίσκια, διότι το καλοκαίρι σε ιδρώνουν και μετά βρωμάς σα σκυλί.
«Είμαι το πνεύμα των καταπιεσμένων αφεντικών και είμαι εδώ για να σε τιμωρήσω».
«Και τι δουλειά έχεις εσύ πνεύμα με το αφεντικό μου αφού αυτός δεν πιστεύει σε τίποτα άλλο πέρα από τα φράγκα;»
«Γιατί και τα πνεύματα έχουν ανάγκες. Θέλουν και τα καινούργια ρουχαλάκια τους και παπούτσι τσίλικο και κανένα ρολογάκι της προκοπής. Τι στο καλό σαν τους γιούφτους θα κυκλοφορούμε;»
«Πνεύμα είσαι μαλάκας. Το αφεντικό μου σε εκμεταλλεύεται. Είμαι σίγουρος ότι σε βάζει να δουλεύεις για ψίχουλα»
«Σε αυτό έχεις δίκιο. Παίρνω λίγα», απάντησε φανερά προβληματισμένος.
Και δε μου λες ρε πνεύμα πως σε λένε τώρα που πιάσαμε και την ψιλή κουβεντούλα.
«Με λένε απίστευτο»

Γαμώ τα ουίσκια μου, πάλι την πραγματικότητα ονειρευόμουνα …

Η ΕΝΑΡΞΗ

Το παρών δημιουργήθηκε, διότι ο χρήστης δεν έχει λεφτά να πάει στους ψυχιάτρους. Οπότε λέει να τα χώνει από εδω για να ξεχαρμανιάζει. Άντε και καλό μας βόλι...


Ο απίστευτος